καμπουρομύτης

καμπουρομύτης
ο
αυτός που έχει καμπουρωτή, κυρτή μύτη, γρυπός, γερακομύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπούρης + -μύτης (< μύτη), πρβλ. πλατσο-μύτης, σουβλερο-μύτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καμπουρομύτης, -α — και ισσα, ικο αυτός που έχει μύτη καμπουρωτή: Τι θέλει και μιλάει για ομορφιά αυτός ο καμπουρομύτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγκυλόρρινος — ἀγκυλόρρινος, ον (Μ) αυτός που έχει γαμψή μύτη, ο καμπουρομύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + ρις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”